πτοιαλέος

πτοιαλέος
πτοιᾰλέος, α, ον,
A scared, Opp.H.3.431.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πτοιαλέος — και πτοαλέος, α, ον, Α φοβισμένος, τρομαγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτοία / πτόα «τρομάρα, φόβος» + επίθημα αλέος (πρβλ. θαρραλέος, κερδ αλέος)] …   Dictionary of Greek

  • πτοιαλέων — πτοιαλέος scared fem gen pl πτοιαλέος scared masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτοιαλέοις — πτοιαλέος scared masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτοιαλέα — πτοιαλέᾱ , πτοιαλέος scared fem nom/voc/acc dual πτοιαλέᾱ , πτοιαλέος scared fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτοαλέος — α, ον, Α βλ. πτοιαλέος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”